άγαλμα

άγαλμα
Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν λατρευτικό είδωλο και παρίστανε θεό ή θεά, αργότερα όμως κατασκευάστηκαν είδωλα θνητών, με αντιπροσωπευτικότερα δείγματα τις Κόρες των Αθηνών. Πρώτος κατασκευαστής α. στην προελληνική περίοδο αναφέρεται o Δαίδαλος. Είναι η περίοδος της αιγαιακής τέχνης (3η-2η χιλιετηρίδα π.Χ.), με κέντρο τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι η πορσελάνη, o πηλός, o μόλυβδος κ.ά. και η τεχνοτροπία των δημιουργών δεν υποκύπτει σε κανόνες και περιορισμούς αλλά βασίζεται περισσότερο στην ικανότητα και παρατηρητικότητα των καλλιτεχνών. Από τους προϊστορικούς χρόνους τα α. που βρέθηκαν (πήλινα ή λίθινα) έχουν θρησκευτικό μόνο περιεχόμενο και παριστάνουν συνήθως την αρχαιότερη θεότητα, τη Φύση. Η αιγυπτιακή αγαλματοποιία είναι αυστηρά συνδεμένη με την αρχιτεκτονική. Τα α. των αρχαίων Αιγυπτίων χαρακτηρίζονται από την αυστηρή μετωπική στάση, την επιβλητική έκφραση και την ακαμψία. Η γεωμετρική τους αυτή μορφή δεν εμποδίζει, ωστόσο, την εκφραστικότητα του προσώπου, που φτάνει σε ψηλά επίπεδα. Ο οκλάζων γραφεύς και ο Σεΐκ-ελ-Βελέδ είναι δύο από τα σημαντικότερα δείγματα της αρχαίας αιγυπτιακής τέχνης. Από τους ασιατικούς λαούς περισσότερο ανέπτυξαν τη γλυπτική οι Χαλδαίοι. Κύριο χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας τους είναι η κάλυψη του σώματος με χιτώνα και η αποφυγή, με αυτόν τον τρόπο, της αναπαράστασης του κορμού και των ποδιών. Οι άλλοι λαοί (Ασσύριοι, Χετταίοι, Φοίνικες, Ιουδαίοι) περιορίστηκαν στην απομίμηση των Χαλδαίων και των Αιγυπτίων, ενώ οι Πέρσες έφτασαν σε ψηλότερα επίπεδα τέχνης, που στηρίζεται ωστόσο πάνω στα προγενέστερα ασιατικά, στα αιγυπτιακά και στα ιωνικά πρότυπα. Στην αρχαία Ελλάδα η βασική αντίληψη που πάνω της στηρίχτηκε η γλυπτική ήταν η λατρεία των φυσικών δυνάμεων με ανθρώπινη μορφή. Η ανάπτυξη της αγαλματοποιίας ακολούθησε διάφορες βαθμίδες. Η αρχή γίνεται με τα ξόανα, δουλεμένα πάνω σε ξύλο. Γρήγορα όμως επικρατεί το μάρμαρο (Πάρος, Νάξος, Χίος, Σάμος) και ο χαλκός. Τα α. της εποχής αυτής (7ος αι.) τα διακρίνει ο νόμος της μετωπικότητας που υιοθέτησαν οι Έλληνες από τους Αιγυπτίους. Η μόνη διαφορά με τα α. των τελευταίων είναι ότι τα ελληνικά παριστάνονται γυμνά. Αντιπροσωπευτικά α. της περιόδου αυτής είναι οι Απόλλωνες που βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και οι Κόρες. Από τον 5o αι. π.Χ. η στάση αυτή (μετωπική) αρχίζει να μεταβάλλεται. Η ακαμψία αρχίζει να υποχωρεί και η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δώσει κίνηση στο δημιούργημά του είναι εμφανής. Η πρώτη προσπάθεια απόδοσης της κίνησης είναι του Μινοκιάδου και του γιου του Αρχέμου (6ος αι. π.Χ.) με τη Νίκη τους. Η ελληνική αρχαϊκή τέχνη (μέχρι τον 5ο αι.) χωρίζεται σε τρεις σχολές: την ιωνική, την αττική και τη δωρική, με αρχαιότερη την ιωνική. Με τη λήξη των Περσικών πολέμων αρχίζει η περίοδος της μεγάλης ακμής της ελληνικής πλαστικής. Το ανθρώπινο σώμα εξιδανικεύεται· πρότυπο για τους καλλιτέχνες είναι ο τέλειος άνθρωπος. Η ελεύθερη στάση, η κίνηση, η χάρη, η λεπτή και φυσική πτύχωση των ενδυμάτων κλπ. επισφραγίζουν την τάση της εποχής αυτής. Εκπρόσωπός της είναι κυρίως o Φειδίας (Αθηνά Παρθένος, Ζευς της Ολυμπίας), ο Πραξιτέλης (Ερμής, Κνιδία Αφροδίτη) κ.ά. Αντιπροσωπευτικά, επίσης, δείγματα είναι ο απακανθιζόμενος, άγνωστου καλλιτέχνη, και ο Δισκοβόλος του Μύρωνα. Η κλασική εποχή τελειώνει με τον Λύσιππο (3ος αι. π.Χ.). Ο πραγματικισμός αντικαθιστά τώρα τον ιδεαλισμό στην τέχνη. Από την ελληνιστική περίοδο της τέχνης σώζονται αρκετά περίφημα α. όπως η Νίκη της Σαμοθράκης, η Αφροδίτη της Μήλου, ο αυτοχειριαζόμενος Γαλάτης, το σύμπλεγμα τού Λαοκόοντα και των γιων του κ.ά. Στους ρωμαϊκούς χρόνους η αγαλματοποιία ξεκινάει με την αντιγραφή των ελληνικών προτύπων. Στην εξέλιξη, δύο τύποι α. αναπτύσσονται κυρίως: οι προτομές και οι ανδριάντες. Οι τελευταίοι χωρίζονται στους εικονιστικούς (παρουσίαση των προσώπων στην πραγματική τους μορφή) και τους ιδανιστικούς (τα πρόσωπα έχουν μορφή θεού ή αρχαίου ήρωα). Η εμφάνιση του χριστιανισμού ανακόπτει την πορεία εξέλιξης της αγαλματοποιίας που ήδη βρίσκεται σε παρακμή. Πρέπει να περιμένουμε την Αναγέννηση για να δοθεί στην πλαστική νέα ώθηση και να φτάσει και πάλι σε ψηλά επίπεδα τελειότητας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της Αναγέννησης είναι o Ντονατέλο, με κύριο χαρακτηριστικό του τις όρθιες μορφές (Άγιος Γεώργιος, Δαβίδ), ο Μιχαήλ Άγγελος (Δαβίδ, Μωυσής), ο Τσελίνι (ο Περσέας) κ.ά. Για την εξέλιξη και την τεχνική επεξεργασία των υλικών, καθώς και για τις σύγχρονες τάσεις βλ. λ. γλυπτική, όπου δίνονται συμπληρωματικά στοιχεία. Άγαλμα του Απόλλωνα, αντιπροσωπευτικό έργο της αρχαίας κλασικής γλυπτικής. Άγαλμα του Ερμή ή νέου (4ος αι. π.Χ.), που ξεχωρίζει για την αρμονική του τελειότητα. Άγαλμα του πρίγκιπα Σοτούκου Ταϊσί σε παιδική ηλικία, κλασικό έργο της ιαπωνικής γλυπτικής. Άγαλμα του Ηρακλή (5ος αι. π.Χ.), υπόδειγμα κίνησης και ρεαλισμού. Ο κυκλαδικός πολιτισμός συνεισέφερε σημαντικά στην εξέλιξη των πλαστικών τεχνών. Γλυπτό που απεικονίζει τον Ιάπωνα ποιητή του 17ου αι. Ματσούο Μπασό (Μουσείο της Ιστορίας των Υφασμάτων, Λιόν). «Η Αφροδίτη των Κόκκινων Βράχων», γλυπτό που βρέθηκε κοντά στην ιταλική πόλη Βεντιμίλια και χρονολογείται από το 40.000-30.000 π.Χ. (Μουσείο της Λα Σπέτσια). «Η Νύχτα» του Μιχαήλ Άγγελου (Παρεκκλήσι των Μεδίκων, Φλωρεντία). Σχηματοποιημένο αλλά πολύ εκφραστικό φετίχ της φυλής των Μπατέκε του Κονγκό. Θιβετιανό μπρούτζινο γλυπτό, με λεπτομερειακή απεικόνιση.
* * *
το (Α ἄγαλμα)
1. γλυπτό ή χυτό ομοίωμα κατασκευασμένο κυρίως από μέταλλο ή μάρμαρο
νεοελλ.
φρ. «στέκει σαν άγαλμα», στέκεται αμίλητος και ακίνητος
αρχ.
1. κόσμημα, στολίδι
2. καύχημα, καμάρι
3. δόξα, τιμή
4. τέρψη, απόλαυση, χαρά
5. ευχάριστο δώρο και γενικά αφιέρωμα, ανάθημα
6. ομοίωμα προς τιμήν κάποιου θεού
7. γλυπτό
8. εικόνα, πορτραίτο
9. ιερογλυφικό σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι. Η ετυμολ. τής λ., βάσει τής σημασίας της, ήδη στον Ησύχιο: «ἄγαλμα
πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται». Η αρχική σημασία τής λ. στα ομηρικά έπη είναι «κόσμημα», «στολίδι τών βασιλέων» (Ιλ. Δ 144) ή «προσφορά προς τους θεούς» χρυσού συνήθως ή υφασμάτων. Στον Ηρόδοτο και στους Αττικούς συγγραφείς σημαίνει «ομοίωμα προσφερόμενο σε κάποιο θεό», ενώ ο Ισοκράτης κάνει διάκριση μεταξύ ομοιωμάτων ανθρώπων (εικόνων) και ομοιώματος τού Δία (αγάλματος). Τελικά η σημασία τής λ. γενικεύεται ήδη στον Πλάτωνα και είναι ευρύτερη από τη σημ. τής λ. ἀνδριάς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγαλμάτιον
νεοελλ.
αγαλματάκι, αγαλματένιος, αγαλματώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός ἀγαλματουργός
νεοελλ.
αγαλματόλιθος, αγαλματοκόσμητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄγαλμα — glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγαλμα — το, ατος γλυπτό ομοίωμα Θεού, ανθρώπου ή ζώου: Ένα από τα ωραιότερα αγάλματα είναι ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλμάτων — ἄγαλμα glory neut gen pl ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλμασι — ἄγαλμα glory neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλμασιν — ἄγαλμα glory neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλματα — ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”